Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σάγλης, -α και -ισσα, -ικον »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. σάγλας (1. ο βρόμικος. 2. αυτός που δεν αναπτύσσεται κανονικά και παρουσιάζει συμπτώματα καχεξίας, αδυνατίσματος. 3. αυτός που λέει ή κάνει ανοησίες).

Συνώνυμα:

Σαγλιάρης, -α, -ικον, Σάχλης, -ισσα, -ικον, Σάγλα (η)