Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σαγλομύλλης, -ισσα, -ικον »

Επίθετο

Σημασία:

αυτός που λερώνεται με λιπαρές ουσίες, συνήθως όταν τρώει.

Συνώνυμα:

Σαρτομύλλης, -ισσα, -ικον