Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τσιμπούσ̌ιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. τζ̌ιμπούσ̌ιν (το τσιμπούσι, το γλέντι, το φαγοπότι).