Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τσιφλίτζ̌ιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. τσιβλίτζ̌ιν (το τσιφλίκι, μεγάλο τμήμα αγροτικής γης που ανήκε σε τσιφλικά και καλλιεργούνταν από κολίγους).