Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τσ̌ούππα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

το ράσο, το μαύρο φαρδύ και μακρύ εξωτερικό ένδυμα κληρικών και μοναχών.

Συνώνυμα:

Τσ̌ουππές (ο)