Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πολιτιτζ̌ή (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. η πολιτική. 2. βλ. ξηβιλλίστρα (η πόρνη, η πρόστυχη).

Συνώνυμα:

για τη σημασία 2: Βιλλοκαταλίστρα, Κούρβα, Ορόσπα, Οροσπού, Πουτάνα, Σ̌αρμούττα, Σπαστριτζ̌ή, Τσ̌ούλλα (η)