Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πολλόξερος, -η, -ον »

Επίθετο

Σημασία:

ο πολύξερος, ο ξερόλας.

Συνώνυμα:

Πολλύξερος, -η, -ον