Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Συννυφφάα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. συννύφισσα (η συννυφάδα, η μπατζανάκισσα).

Συνώνυμα:

Συννύφφισσα (η)