Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Συνοπαρτζ̌ιά (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. συναπαρτζ̌ιά (1. η συνάθροιση, η μάζωξη. 2. το σύνολο των ατόμων που συνοδεύει κάποιον).

Συνώνυμα:

Συνεπαρτζ̌ιά (η)