Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Συντροόλα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. βουννιστήρα (η σφεντόνα).

Συνώνυμα:

Λάστιχον (το), Συντριόλα, Συντροβόλα, Συντρόλα (η)