Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Συντροφεύκω »

Ρήμα

Σημασία:

1. συντροφεύω. 2. ακολουθώ. 3. συνεργάζομαι.

Συνώνυμα:

Συντροφκιάζω