Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τσ̌ουρουτεύκω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. καταϊσ̌εύκω (σπαταλώ υπερβολικά και χωρίς λόγο).

Συνώνυμα:

Καταρισ̌εύκω, Καταρρίβκω