Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τσ̌υπόιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. τζ̌υπόιν (η βέργα του βοσκού για να αγκυλώνει τα ζώα).