Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τταπαντζ̌ιά (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. το σιδερένιο γαργάλι στο όπλο. 2. βλ. τταπάγκα (το παλιό αυτοκίνητο).