Διακοινοτικές ταραχές 1963

Τα ματωμένα Χριστούγεννα του 1963

Image

Οι Διακοινοτικές ταραχές ή και Ανταρσία ονομάστηκε οι πρώτες συγκρούσεις μετά την Ανεξαρτησία της Κύπρου το 1960 μεταξύ Ε/Κ και Τ/Κ. το Δεκέμβριο του 1963. Η κρίση που ξέσπασε,  οδήγησε σε αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αιματηρά επεισόδια προέκυψαν λίγο αργότερα σε όλες τις πολεις της Κύπρου. Αφορμή θεωρήθηκε η  υποβολή από τον πρόεδρο Μακάριο των εκ «13 σημείων» προτάσεών του για τροποποίηση ισάριθμων σημείων του κυπριακού Συντάγματος. Οι Τουρκοκύπριοι χρησιμοποίησαν την υποβολή αυτή για να οδηγήσουν τα πράγματα σε ρήξη, υποστηρίζοντας  ότι αποχώρησαν από την Κυπριακή Δημοκρατία λόγω της μονομερούς απόφασης του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου να αλλοίωσει το Σύνταγμα του 1960 υπέρ των Ελληνοκυπρίων. Το σίγουρο είναι ότι η αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων προέκυψε και ως αφορμή πολλών δυσλειτουργιών των Συμφωνιών της Ζυρίχης -Λονδίνου με κύριες αιτίες την απροθυμία και των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο να την εφαρμόσουν. Κάποιοι ιστορικοί σημειώνουν ότι τα γεγονότα του 1963 οδήγησαν στην πρώτη Διχοτόμηση της Κύπρου. (Βίντεο Ψηφιακό Αρχείο ΕΡΤ

 

Ο πρόεδρος Μακάριος, διαπιστώνοντας τις πολλές ατέλειες του Συντάγματος της Δημοκρατίας, που προέκυψε από τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου οι οποίες είχαν επιβληθεί στον κυπριακό λαό, ετοίμασε μέσα στο 1963 προτάσεις για τροποποίηση 13 σημείων του Συντάγματος. Στην υποβολή των προτάσεων αυτών είχε διαφωνήσει η τότε ελληνική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή.  Με επιστολή του στον Αρχιεπίσκοπο ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας Ευάγγελος Αβέρωφ ζήτησε να μην υποβληθούν οι προτάσεις. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος σε συνεννόηση με τους Βρετανούς υπέβαλε τελικά την πρόταση του για τροποποιήσεις.

 

Βλέπε Βίντεο 1964 

Η Τουρδυκ στην Κύπρο

 

Υποβολή προτάσεων 

Μετά την πτώση του Καραμανλή και την άνοδο στην εξουσία του Γεωργίου Παπανδρέου, ο Μακάριος προχώρησε υποβάλλοντας τις προτάσεις του στους Τουρκοκυπρίους, στις 30 Νοεμβρίου του 1963, και κοινοποιώντας τις ταυτόχρονα στις τρεις «εγγυήτριες δυνάμεις» Αγγλία, Ελλάδα και Τουρκία. Η Αγκυρα ήταν εκείνη που αντέδρασε πρώτη με απάντησή της στον Μακάριο στις 6 Δεκεμβρίου του 1963, με την οποία του γνωστοποιούσε πως όχι μόνο δεν αποδεχόταν οποιαδήποτε τροποποίηση του Συντάγματος αλλά θα επενέβαινε δυναμικά σε περίπτωση που οι Ελληνοκύπριοι προχωρούσαν σε μονομερείς ενέργειες. Λίγες μέρες αργότερα, στις 21 Δεκεμβρίου του 1963 μια περίπολος της αστυνομίας ανέκοψε στη Λευκωσία για να ερευνήσει μερικούς Τουρκοκύπριους που θεώρησε ύποπτους, εκείνοι αντέδρασαν προτάσσοντας όπλα και ρίφθηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Κατά τις επόμενες μέρες οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν. Σε σύντομο σχετικά διάστημα, πράγμα που φανέρωνε πως είχε υπάρξει αρκετή προπαρασκευή, οι Τουρκοκύπριοι αυτοεγκλωβίστηκαν στις δικές τους περιοχές των πόλεων και σε χωριά ή αγροτικές περιοχές όπου υπερτερούσαν αριθμητικά, δημιουργώντας σ' ολόκληρη την Κύπρο μια σειρά από γκέτο οι οποίοι ονομάστηκαν Τουρκοκυπριακοί Θύλακες. Ύστερα από εντολές της Άγκυρας, οι Τουρκοκύπριοι υπουργοί, δημόσιοι υπάλληλοι και βουλευτές αποχώρησαν από τις θέσεις τους κι αυτοεγκλωβίστηκαν επίσης στα διάφορα γκέτο, στα οποία δεν επιτρεπόταν η είσοδος σε κανένα Έλληνα Κύπριο.

 

Τον Δεκέμβριο του 1963 προσφυγοποιήθηκαν αρκετοί Ελληνοκύπριοι που μέχρι τότε ζούσαν σε περιοχές των πόλεων που βρίσκονταν κοντά στις συνοικίες των Τουρκοκυπρίων ή σε χωριά όπου οι Τουρκοκύπριοι αποτελούσαν την πλειοψηφία. Πολλοί επίσης Τουρκοκύπριοι εγκατέλειψαν αστικές περιοχές στη Λευκωσία όπως το Καιμακλί. Η εξτρεμιστική ηγεσία των Τουρκοκυπρίων, με επικεφαλής τον Ραούφ Ντενκτάς, έδωσε αυστηρές εντολές σ' αυτούς να σταματήσουν κάθε είδους συνεργασία και επαφή με τους Ελληνοκυπρίους. Ήταν φανερό πως η τουρκοκυπριακή ηγεσία, ύστερα από οδηγίες της Άγκυρας, ενεργούσε με τρόπους που προωθούσαν τη διχοτόμηση του νησιού. Η διχοτόμηση ήταν το πάγιο σύνθημα των Τουρκοκυπρίων ήδη από το 1956 κι αποτελούσε τη δική τους απάντηση στο αίτημα των Ελληνοκυπρίων για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Το αίτημα των Τουρκοκυπρίων ενθαρρύνθηκε από τους Άγγλους στο πλαίσιο μιας πολιτικής διάσπασης των Κυπρίων.

 

Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος κατηγορήθηκε αργότερα ότι διέπραξε μεγάλο σφάλμα με το να υποβάλει την πρόταση για τροποποίηση του Συντάγματος. Ωστόσο όταν αργότερα οι Τουρκοκύπριοι αναγκάστηκαν εκ των πραγμάτων να παρακαθήσουν σε συνομιλίες με τους Ελληνοκυπρίους, συνομιλίες που διεξάγονταν μεταξύ των εκπροσώπων των δυο κοινοτήτων Γλαύκου Κληρίδη και Ραούφ Ντενκτάς, αποδέχτηκαν κατά το 1972 το σύνολο σχεδόν των «13 σημείων» που είχε υποβάλει ο Μακάριος εννέα χρόνια νωρίτερα.

 

Ταραχές  

Οι Διακοινοτικές ταραχές δεν ξεκίνησαν από την υποβολή των «13 σημείων». Είχαν  ουσιαστικά ξεκινήσει από την πρώτη κιόλας μέρα της δημιουργίας της Κυπριακής Δημοκρατίας με διάφορες ενέργειες που εξυπηρετούσαν την γραμμή της διχοτόμησης την οποία οι Τούρκοι δεν σταμάτησαν να ακολουθούν ούτε και μετά την εγκαθίδρυση του κυπριακού κράτους. Εξαρχής, αν και κλήθηκαν να εργαστούν για την ενίσχυση και ενδυνάμωση του κράτους που είχε γεννηθεί από τις ελληνοτουρκικές συμφωνίες της Ζυρίχης, μέρος των Τ/κ προσπαθούσαν να πλήξουν το κράτος με πολιτικές ενέργειες και στρατιωτικές προετοιμασίες. Στο πολιτικό πεδίο χρησιμοποίησαν τα προνόμια που τους είχαν δοθεί στη Ζυρίχη για να προβάλουν προσκόμματα στο νομοθετικό έργο της Βουλής και στις αρμοδιότητες του προέδρου της Δημοκρατίας, ασκώντας το δικαίωμα της αρνησικυρίας. Διάφορες δε άλλες απαιτήσεις τους, όπως εκείνη για τον γεωγραφικό διαχωρισμό των δήμων, η απαίτηση για συμπροεδρία, η εισήγηση για επιστροφή κι επανεγκατάσταση στην Κύπρο 300.000 ανύπαρκτων Τουρκοκυπρίων μεταναστών, ήταν ενδεικτικές των προθέσεών τους ήδη από το διάστημα της μεταβατικής περιόδου και πριν ακόμη η Κύπρος καταστεί ανεξάρτητη.

 

Προσπαθώντας συνεχώς να δημιουργούν κρίσεις και καταστάσεις που εξυπηρετούσαν την διχοτόμηση, οι Τουρκοκύπριοι εκμεταλλεύονταν και τα απλούστερα συμβάντα. Το Πάσχα του 1961 για παράδειγμα, η εφημερίδα «Χαλκίν Σεσί» δημιούργησε ολόκληρη κατάσταση επειδή η κυπριακή τηλεόραση πρόβαλε ένα σταυρό! Πέρα όμως απ' αυτά, οι εξτρεμιστές Τουρκοκύπριοι προχωρούσαν και σε πράξεις προβοκάτσιας, όπως η τοποθέτηση βομβών σε δυο τουρκικά τεμένη που βρίσκονταν στον ελληνικό τομέα της Λευκωσίας, στις 25 Μαρτίου του 1962, μέρα της εθνικής γιορτής των Ελλήνων. Είκοσι δύο χρόνια αργότερα, ο Ραούφ Ντενκτάς παραδέχθηκε πως εκείνος είχε διατάξει την τοποθέτηση των βομβών.

 

Υπήρξαν όμως και πιο συγκεκριμένα όσο και σοβαρά στοιχεία που αποδείκνυαν πολεμικές προπαρασκευές των Τουρκοκυπρίων, με εντολές της Άγκυρας, όπως η σύλληψη του τουρκικού ιστιοφόρου «Ντενίζ» στις 18 Οκτωβρίου 1959 που μετέφερε στην Κύπρο όπλα από την Τουρκία, η αποκάλυψη επισήμου απορρήτου εγγράφου με ημερομηνία 14 Σεπτεμβρίου 1963 που μιλούσε για σχέδιο συγκέντρωσης του τουρκοκυπριακού πληθυσμού σε μια συμπαγή περιοχή προτού αρχίσει η μάχη, κ.α.

 

Αλλά και οι Ελληνοκύπριοι δεν φάνηκαν περισσότερο ειλικρινείς. Ενώ προσπαθούσαν να θεμελιώσουν το νεαρό κράτος που γεννήθηκε στη Ζυρίχη, δεν μπόρεσαν ν' αποδείξουν πως είχαν εγκαταλείψει την επιδίωξή τους να ενώσουν την Κύπρο με την Ελλάδα, επιδίωξη για την οποία είχαν μόλις συμπληρώσει τέσσερα χρόνια ένοπλου αγώνα. Μέρος της κακής πίστης των Ελληνοκυπρίων διαφάνηκε από την άρνηση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου να παραχωρήσει χωριστούς δήμους στους Τουρκοκυπρίους παρότι αυτό προνοείτο από το Σύνταγμα του 1960. Από τα τέλη του 1962, κι εφόσον έκδηλες ήσαν οι προθέσεις των Τουρκοκυπρίων και της Άγκυρας, οι Ελληνοκύπριοι άρχισαν κι αυτοί μυστικές στρατιωτικές προπαρασκευές προκειμένου ν' αντιμετωπίσουν ενδεχόμενη τουρκική επίθεση. Και πραγματικά, όταν τον Δεκέμβριο του 1963 ξέσπασε η τουρκοκυπριακή ανταρσία, αντιμετωπίστηκε δυναμικά, μέσω του Σχεδίου Ακρίτας το οποίο είχε σχεδιασθεί για να συντρίψει κάθε Τουρκοκυπριακή αντίδραση.

 

Όμως ο αυτοεγκλωβισμός των Τουρκοκυπρίων στους θυλάκους τους είχε κιόλας αποτελέσει ουσιαστικό βήμα προς την διχοτόμηση που επετεύχθη το καλοκαίρι του 1974 με τη στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας. Μπορεί να λεχθεί ότι η αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων τον Δεκέμβριο του 1963 και όλα όσα ακολούθησαν, ήταν το αποτέλεσμα μιας αγγλικής πολιτικής που το Λονδίνο σχεδίασε κι άρχισε να εφαρμόζει από το 1956 στην Κύπρο, μια βρεττανική αποικία που αγωνιζόταν για την ελευθερία της.

 

Οι δυσλειτουργίες

Υπήρχαν όμως και υπαρκτά προβλήματα τα οποία αφορούσαν δυσλειτουργίες του Συντάγματος τα οποία προκαλούσε η κακή πίστη και των 2 Κοινοτήτων.

 

  • Στην εξωτερική πολιτική, ο Μακάριος προωθούσε τις σχέσεις της Κύπρου με τις αδέσμευτες χώρες και συμμετείχε μάλιστα τον Αύγουστο του 1961 στη Σύνοδο των Αδεσμεύτων στο Βελιγράδι παρά τις αντιρρήσεις του αντιπροέδρου Φαζίλ Κιουτσούκ. Ο Αρχιεπίσκοπος ουδέποτε συνειδητοποίησε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ιδρύθηκε εντός ενός Δυτικού Πλαισίου και είχε εγγυήτριες χώρες τρία μέλη του ΝΑΤΟ.
  • Στη στελέχωση της δημόσιας διοίκησης, η Κυβέρνηση κωλυσιεργούσε στον διορισμό Τουρκοκυπρίων με το επιχείρημα ότι δεν είχαν τα αναγκαία προσόντα. ΟΑρχιεπίσκοπος Μακάριος προσβλητικά δήλωνε σε διάφορες συνεντεύξεις του ότι αναγκαζόταν να διορίζει αγράμματους Τουρκοκυπρίους λόγω ποσόστωσης που προνοούσαν οι Συνθήκες. Τρία χρόνια μετά την ανεξαρτησία δεν είχε επιτευχθεί ακόμη η προβλεπόμενη αναλογία και στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Κύπρου εκκρεμούσαν το 1963 2.000 προσφυγές Τουρκοκυπρίων
  • Στη σύσταση και οργάνωση του στρατού, οι Τουρκοκύπριοι απαιτούσαν παράνομα τη συγκρότηση χωριστών στρατιωτικών σωμάτων μέχρι το επίπεδο του λόχου, ώστε να αποκλείσουν την παρουσία Ελληνοκύπριων στρατιωτών σε πληθυσμιακά αμιγείς περιοχές Τουρκοκυπρίων. Στο θέμα αυτό χρησιμοποίησε το δικαίωμα βέτο για πρώτη φορά ο Αντιπρόεδρος Κιουτσούκ.
  • Στο θέμα της τοπικής αυτοδιοίκησης, οι Τουρκοκύπριοι επέμεναν στη σύσταση εθνικά αμιγών δήμων σε κάποιες πόλεις ώστε να έχουν στα χέρια του κάποιους φορείς κρατικής εξουσίας, στους οποίους δε θα είχαν πρόσβαση οι Ελληνοκύπριοι. Το αίτημά τους είχε γίνει δεκτό και στο νέο Σύνταγμα είχαν περιληφθεί σχετικές διατάξεις. Ωστόσο η ελληνοκυπριακή πλευρά θεωρούσε τη δημιουργία αμιγών δήμων ως την αρχή της διαίρεσης του νησιού και αρνήθηκε να εφαρμόσει τις σχετικές διατάξεις. Μετά από απόρριψη σχετικού νομοσχεδίου από τους Τουρκοκυπρίους, η Κυβέρνηση διαλύει στα τέλη του 1963 τους Δήμους, αναλαμβάνει την περιουσία τους και διορίζει Συμβούλια Βελτιώσεως στη θέση τους. Οι Τ/κ τότε σταμάτησαν να πληρώνουν δημοτικά τέλη.
  • Στα δημόσια οικονομικά, στα οποία οι νόμοι έπρεπε να εγκριθούν με χωριστές πλειοψηφίες από τους βουλευτές των δύο κοινοτήτων, οι Τουρκοκύπριοι βουλευτές αρνούνταν οποιαδήποτε συνεργασία για τη θέσπιση μόνιμου φορολογικού καθεστώτος. Αντιπρότειναν προσωρινούς νόμους βραχύχρονης ισχύος, ώστε να διατηρήσουν τη διαπραγματευτική τους δύναμη επί άλλων ζητημάτων στο νέο κράτος αφήνοντας σε εκκρεμότητα το φορολογικό ζήτημα. Ο Μακάριος καλούσε τις φοροεισπρακτικές υπηρεσίες να συλλέγουν τους φόρους ανεξάρτητα από την έγκριση του σχετικού νόμου ενώ ο Ντενκτάς καλούσε, αντίθετα, τους Τουρκοκυπρίους να μην πληρώνουν οποιοδήποτε φόρο στις αρχές της Δημοκρατίας.

 

Επιστροφη Τουρκοκυπρίων 

Παρόλα αυτά στις 22 Ιουλίου 1965, 19 μήνες μετά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από το Κοινοβούλιο, οι Τ/κ βουλευτές αποφάσισαν να επιστρέψουν. Μετέβησαν στο μέγαρο της Βουλής με στρατιωτική προστασία της ΟΥΝΦΙΚΎΠ και είχαν συνάντηση με πρόεδρο της Βουλής Γλαύκο Κληρίδη. Αναφερόμενος στα γεγονότα αυτά στην έκθεση της 29ης Ιουλίου 1965 ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ αναφέρει: 

 

"Ο κ. Κληρίδης ανέφερε στους Τ/κ βουλευτές ότι αν δεν επέλθει συμφωνία στις προτάσεις του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου για αλλαγή του Συντάγματος τότε δεν μπορούν να επιστρέψουν στο Κοινοβούλιο. Οπως είπε με βάση τις τροποποιήσεις που επήλθαν στο Σύνταγμα από τους Ε/κ δεν υπήρχε η σχετική νομοθεσία να καλύψει την επιστροφή τους, οπότε το νέο νομικό καθεστώς δεν επέτρεπε την επιστροφή των Τ/κ. 

 
Στο μεταξύ οι Τ/κ μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους μέχρι τις 2 Ιουνίου 1966. Το έκαναν μετά την απόφαση του υπουργού εσωτερικών Πολύκαρπου Γιωρκάτζη να επιβάλει τριήμερο αποκλεισμό της Τ/κ συνοικίας της Λευκωσίας μετά από μπαράζ βομβιστικών ενεργειών της ΤΜΤ. Το Σεπτέμβριο του 1966 αποχώρησαν και οι 3 τελευταίοι δικαστές από το επαρχιακό δικαστήριο Λεμεσού.  

 

 

Το ελληνικό σχέδιο 

Στην πραγματικότητα ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος μετά τις διακοινοτικές ταραχές κινήθηκε προς την κατεύθυνση της Ένωσης με την Ελλάδα. 

 

Στις 20 Αυγούστου 1964 στο Προεδρικό Μέγαρο , στο γραφείο Μακαρίου, συζητήθηκε ένα  «Σχέδιο μονομερούς Ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα» μεταξύ του Κύπριου Πρόεδρου και του Υπουργού Εθνικής Αμύνης της Ελλάδας, Πέτρου Γαρουφαλιά. Παρόντες και οι Κύπριοι Υπουργοί, Εξωτερικών, Σπύρος Κυπριανού και Εσωτερικών, Πολύκαρπος Γιωρκάτζης. Ο Γαρουφαλιάς αναλύει το Σχέδιο, Κυπριανού και Γιωρκάτζης υποστηρίζουν ένθερμα την αποδοχή του, ενώ ο Μακάριος το δέχεται κατ’ αρχήν. Ο Γαρουφαλιάς ενημερώνει ότι:

 

«Την ημέρα και ώρα που θα καθορισθεί, θα συνέλθουν ταυτόχρονα οι Βουλές Κύπρου και Ελλάδας, η μεν πρώτη θα αποφασίσει την Ένωση και η Βουλή των Ελλήνων θα την αποδεχθεί. Την ίδια ώρα, η Ελληνική Κυβέρνηση θα δηλώσει πως εγγυάται την προστασία της τουρκοκυπριακής κοινότητας πως είναι πρόθυμη, μαζί με την Τουρκική Κυβέρνηση, να καθορίσουν από κοινού την εξασφάλισή της. Καμιά στρατιωτική ενέργεια δεν θα γίνει είτε κατά της ΤΟΥΡΔΥΚ είτε κατά των θυλάκων των Τουρκοκυπρίων. Θα αναμείνουνε πρώτα την αντίδραση της Τουρκικής Κυβέρνησης και ανάλογα θα απαντήσουμε. Αμέσως, οι Κύπριοι βουλευτές θα μπουν στην Ελληνική Βουλή ως Έλληνες πλέον βουλευτές, οι Κύπριοι Υπουργοί θα μπουν ως Έλληνες Υπουργοί στην Ελληνική Κυβέρνηση και οι Κύπριοι διπλωμάτες θα καταλάβουν αντίστοιχες θέσεις στο ελληνικό διπλωματικό Σώμα. Θα ακολουθήσουν γενικές εκλογές σε όλη την ελληνική επικράτεια, συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου, για την ανάδειξη νέας Ενιαίας Βουλής.»

 

΄Οπως αναφέρει στο βιβλίο του ο Γαρουφαλιάς «Ελλάς και Κύπρος-Τραγικά σφάλματα, ευκαιρίες που χάθηκαν (Φεβρουάριος 1964 – Ιούλιος 1965), η απόφαση αυτή δεν υλοποιήθηκε διότι ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου του ζήτησε να απεμπλακεί από τις συνομιλίες με το Μακάριο. Προφανώς η απόρριψη έγινε μετά από πιέσεις των Αμερικανών οι οποίοι στις 22 Αυγούστου υπέβαλαν το σχέδιο Άτσεσον 2 το οποίο υποστήριζαν ότι ήταν βελτιωμένο σε σχέση με το πρώτο. Το σχέδιο προνοούσε μεν ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα αλλά με παραχώρηση στρατιωτικής βάσης στην Τουρκία στην περιοχή Καρπασίας. 

 

Το τουρκικό σχέδιο

Ο στρατηγός Ντογιάν Μπεγιαζίτ, επικεφαλής του τμήματος επιχειρήσεων του τουρκικού επιτελείου στρατού, αποκάλυψε στις 3 Δεκεμβρίου 1990 με δηλώσεις του, ότι το Τμήμα Ειδικού Πολέμου του τουρκικού στρατού είχε οργανώσει σειρά επιχειρήσεων στην Κύπρο πριν από το 1974, κι ότι «βοήθησε τους Τουρκοκυπρίους να οργανώσουν την αντίστασή τους».

 

Σημειώνεται ότι η ειδική αυτή στρατιωτική μονάδα, το λεγόμενο Τμήμα Ειδικού Πολέμου, του τουρκικού στρατού, είχε ιδρυθεί από το 1952 και σύμφωνα προς κάποιες πληροφορίες, αποτελούσε την τουρκική πτέρυγα ενός τεράστιου μυστικού δικτύου του NATO που σκοπό είχε τη διεξαγωγή ειδικών επιχειρήσεων σε περίπτωση εισβολής σοβιετικών δυνάμεων σε χώρες της Δύσης. Έτσι, η αποκάλυψη για τη δραστηριότητα του Τμήματος αυτού στην Κύπρο, έμμεσα εμπλέκει και το NATO γενικότερα στο όλο ζήτημα της κρίσης στην Κύπρο από τα τέλη του 1963 και εξής.

 

Το έγγραφο Πλουμέρ

Από τη μια οι Ε/κύπριοι σκόπευαν να ενώσουν την Κύπρο με την Ελλάδα κι από την άλλη οι Τ/κύπριοι να διαμελίσουν το νησί στον 35ο παράλληλο που ξεκινούσε από την Μόρφου, μοίραζε τη Λευκωσία στα δύο και κατέληγε στον τουρκικό τομέα της Αμμοχώστου. Οι Τούρκοι ποτέ δεν απέκρυψαν το στόχο τους αυτό, ενώ χάρτες που βρέθηκαν κατά την προέλαση των Ελλήνων στην περιοχή της Ομορφίτας κατά τις διακοινοτικές συγκρούσεις που ακολούθησαν την έκρηξη της 21ης Δεκεμβρίου 1963, αναφέρονταν σε αυτό το στόχο. Αποκαλυπτικό των προθέσεων των Τούρκων ήταν ένα έγγραφο που βρέθηκε στο χρηματοκιβώτιο του Υπουργού Υγείας Πλουμέρ μετά τα γεγονότα κι έφερε ημερομηνία 14 Σεπτεμβρίου 1963 και ήταν υπογραμμένο από τον αντιπρόεδρο Φαζίλ Κουτσιούκ και τον Πρόεδρο της Τουρκικής Κοινοτικής Συνέλευσης Ραούφ Ντενκτάς, οι οποίοι ήταν επικεφαλής της ΤΜΤ και της ΒΟΛΚΑΝ . Περιληπτικά το σχέδιο ανέφερε ότι θα ανακηρυσσόταν τουρκοκυπριακό κρατίδιο που θα αναγνωριζόταν επίσημα από την Τουρκία, θα ζητείτο από την Τουρκία να επέμβει στην Κύπρο, οι Τούρκοι βουλευτές θα αποτελούσαν μέλη της τουρκοκυπριακής Βουλής, ενώ οι Τουρκοκύπριοι θα υποχρεώνονταν να συγκεντρωθούν σε μια περιοχή για να μπορούν να την υπερασπίσουν και οι δημόσιοι υπάλληλοι θα μετατρέπονταν σε υπαλλήλους του νέου κράτους

 

Η Τουρκία 

Ήταν, βέβαια, από τότε γνωστό ότι αξιωματικοί από την Τουρκία, που είχαν σταλεί μυστικά στην Κύπρο μαζί με φορτία οπλισμού, κατεύθυναν την ανταρσία των Τουρκοκυπρίων που είχε εκδηλωθεί ένοπλα τον Δεκέμβριο του 1963 κι ενταθεί στη συνέχεια. Η αποκάλυψη όμως ότι πίσω από τις αποσχιστικές ενέργειες των Τουρκοκυπρίων βρισκόταν το Τμήμα Ειδικού Πολέμου του τουρκικού στρατού, έρχεται να επιβεβαιώσει την άποψη ότι η ένοπλη εξέγερση των Τουρκοκυπρίων δεν ήταν ενστικτώδης. Αντίθετα, η όλη πορεία που ακολουθήθηκε είχε σχεδιαστεί στην Άγκυρα κι είχε προετοιμαστεί πολύ προσεκτικά. Συνεπώς η αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων δεν ήταν απλώς η αντίδρασή τους στην πρόταση του προέδρου Μακαρίου για τροποποίηση 13 άρθρων του Συντάγματος του 1960, αλλά μια από καιρό σχεδιασμένη και μελετημένη πράξη που στόχευε στην προώθηση των σχεδίων της Άγκυρας για την Κύπρο, που δεν ήταν άλλα από τη διχοτόμηση του νησιού (και σε ένα μελλοντικό στάδιο την πλήρη κατάληψή του). Οι Τουρκοκύπριοι είχαν εξαναγκαστεί από την Άγκυρα, μέσω και της εξτρεμιστικής τους ηγεσίας με επικεφαλής τον Ραούφ Ντενκτάς, να γίνουν συνεργοί στα τουρκικά σχέδια, ανεξάρτητα από το σκληρό τίμημα που έπρεπε να πληρωθεί.

 

Είναι γνωστό πως οι τουρκοκυπριακοί θύλακοι (γκέτο) που δημιουργήθηκαν μετά το 1963 σε πολλά μέρη της Κύπρου (στις τουρκικές συνοικίες των πόλεων της Κύπρου, πλην της Κερύνειας, και σε μεγάλα χωριά ή ομάδες χωριών όπου πλειοψηφούσε το τουρκοκυπριακό στοιχείο) βρίσκονταν υπό τη στρατιωτική διοίκηση αξιωματικών που είχαν σταλεί στην Κύπρο μυστικά από την Τουρκία. Μπορούμε τώρα να γνωρίζουμε ότι οι αξιωματικοί αυτοί ήταν άνδρες του Τμήματος Ειδικού Πολέμου του τουρκικού στρατού, άρα βρίσκονταν στην Κύπρο με ειδική αποστολή. Η αναφορά του Τούρκου στρατηγού Ντογιάν Μπεγιαζίτ ότι το Τμήμα Ειδικού Πολέμου «βοήθησε τους Τουρκοκυπρίους να οργανώσουν την αντίστασή τους» (προφανώς εννοούσε την αντίσταση κατά των Ελληνοκυπρίων από τους οποίους «κινδύνευαν»), μπορεί να ερμηνευθεί μόνο με ένα τρόπο: ότι το Τμήμα αυτό του τουρκικού στρατού βοήθησε την εξτρεμιστική μερίδα των λίγων φανατικών Τουρκοκυπρίων, να επιβληθεί και να ηγηθεί της μάζας των Τουρκοκυπρίων, τους οποίους και οδήγησε σε σύγκρουση με τους Ελληνοκυπρίους. Είναι χαρακτηριστικό ότι την τότε εποχή υφίστατο κατάσταση τρομοκρατίας στις μάζες του τουρκοκυπριακού πληθυσμού, στους δε Τουρκοκυπρίους απαγορεύθηκαν οι επαφές και οι επαγγελματικές και άλλες σχέσεις με τους Ελληνοκυπρίους. Προοδευτικοί Τουρκοκύπριοι, που υποστήριζαν τη συνεργασία Ελλήνων και Τούρκων στο νησί, ξυλοκοπούνταν, διώκονταν, μερικοί μάλιστα δολοφονήθηκαν άγρια, ως «προδότες». Η δημιουργία δε των τουρκοκυπριακών θυλάκων από τότε (που συνεπαγόταν και μετακινήσεις τουρκοκυπριακού πληθυσμού που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις περιοχές εκείνες όπου πλειοψηφούσε το ελληνοκυπριακό στοιχείο) απετέλεσε βήμα προς τον τελικό στόχο της διχοτόμησης. Η προσπάθεια συνδυάστηκε και με μια έντονη προπαγάνδα προς τις μάζες των Τουρκοκυπρίων για έξαρση του τουρκικού εθνικισμού, που κάλυπτε όλους τους τομείς περιλαμβανομένης της εκπαίδευσης. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι συχνά Τουρκοκύπριοι χωρικοί ξυλοκοπούνταν άγρια κι όταν ακόμη μιλούσαν απλώς ελληνικά (μάλιστα αρκετοί από αυτούς, και ιδίως όσοι ζούσαν ανάμεσα σε Ελληνοκυπρίους, μιλούσαν καλύτερα την ελληνική γλώσσα παρά την τουρκική· υπήρχε, βέβαια, και το στοιχείο της λινοβαμβακικής — και τελικά της ελληνικής — καταγωγής πολλών Τουρκοκυπρίων, που η Τουρκία εξάλειψε βίαια ˙ για το γεγονός αυτό βλέπε λήμμα Λινοβάμβακοι, καθώς και λήμμα Τουρκοκύπριοι, κεφάλαιο για την καταγωγή τους).

 

Ο ίδιος Τούρκος στρατηγός, ο Ντογιάν Μπεγιαζίτ, πρόσθεσε ότι μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το 1974, τερματίστηκαν οι δραστηριότητες του Τμήματος Ειδικού Πολέμου στο νησί. Προφανώς επειδή ο αρχικός στόχος είχε πλέον επιτευχθεί. Ο ίδιος στρατηγός απεκάλυψε ότι μετά το 1974 το Τμήμα Ειδικού Πολέμου ανέλαβε ειδικές αποστολές για την αντιμετώπιση της επανάστασης των Κούρδων, που δρουν στη νοτιοανατολική περιοχή της τουρκικής επικράτειας.  

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image