Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πομαυρίζω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. πομαυκάζω (1. μαυρίζω (παίρνω χρώμα). 2. όταν παίρνει χρώμα το φαγητό).