Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πομπάρτα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. η βομβάρδα, παλαιό πολεμικό πλοίο εξοπλισμένο με πυροβόλα που ρίχνουν βόμβες. 2. μτφ. α) το βρόντηγμα. β) ο μεγάλος θόρυβος.

Συνώνυμα:

Πουμπάρδα, Πουμπάρτα (η)