Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σάρδαλος, -η, -ον »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. σαλιάρης (αυτός που του τρέχουν τα σάλια).

Συνώνυμα:

Σάρταλος, -η, -ον