Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σαρκοκλάεμμαν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βραχυκλάδεμα αμπελιού.

Συνώνυμα:

Σαρκοκλάιν (το)