Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σάρτσα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. σάρζα (1. ο μπελτές, ο ντοματοπολτός. 2. η γέμιση για τις "φλαούνες").