Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Συρτοθηλιά (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. η κατασκευή ή μηχανισμός για τη σύλληψη ή εξόντωση ζώων. 2. το βρόχι, σχοινί που σχηματίζει κύκλο και κλείνει με τράβηγμα για την παγίδευση πτηνών ή μικρών ζώων. 3. μτφ. η άσκηση συναισθηματικής πίεσης.

Συνώνυμα:

Σφιχτοθηλιά (η)