Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σφαλώννω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. σφαλίζω (σφαλνώ, κλείνω κάτι καλά, εντελώς).

Συνώνυμα:

Σφαλώ