Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σφηκουθκιά (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

η σφηκοφωλιά.

Συνώνυμα:

Σφηκουρκά, Σφητζ̌ιά (η)