Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Παραδοξάμενον (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. παραδεξάμενον (η μικρή δεξαμενή δίπλα από μεγάλη δεξαμενή).

Συνώνυμα:

Παραλάτσ̌ιν (το)