Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Παραείρνω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. παραγείρνω (1. γέρνω στη μια μεριά. 2. ξαπλώνω δίπλα σε κάποιον. 3. ξαπλώνω για λίγο για να μου περάσει η κούραση).