Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ποξυλώννω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. ποξυλιάζω (1. γίνομαι σκληρός σαν ξύλο. 2. ασθένεια που πιάνει τα ζώα και μένουν σαν ξύλα. 3. ο άκαμπτος. 4. γίνομαι ξερός).

Συνώνυμα:

Ποξυλιανίσκω