Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ποπανωγόμαρον (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. πανωγόμαρον (1. το απανωγόμαρο, πρόσθετο φορτίο στη ράχη του σαμαριού ενός ζώου. 2. μτφ. το επιπλέον φόρτωμα).

Συνώνυμα:

Πουπανωγόμαρον (το)