Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πορκάς (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. πορκά (1. είδος θάμνου. 2. η εκχώρηση. 3. το ερωτηματικό. 4. η πάροδος).