Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πορκερούδιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

υφαντό από μετάξι ή βαμβάκι για στόλισμα του στεφανιού που υπήρχε στο κρεβάτι.

Συνώνυμα:

Πορκερούιν, Πορκούδιν (το)