Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σαυλάκωση (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. το συνάχι, η κυνάγχη. 2. η κούραση από αρρώστια.

Συνώνυμα:

Σαυλούκα (η)