Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σάχνα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. μούγλα (η μούχλα).

Συνώνυμα:

Σάγνα, Σάγνη, Σάχνη (η)