Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ταΐζω »

Ρήμα

Σημασία:

1. τρέφω. 2. βλ. λαδκιάζω (1. λαδώνω, βάζω λάδι. 2. λιγδιάζω, λερώνω με λάδι. 3. μτφ. δωροδοκώ).