Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Παραστατός (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. παραστάτης (1. η παραστάδα (τετράγωνη κολόνα ή δοκός συνήθως σε μια πόρτα ή παράθυρο) 2. ο αρωγός. 3. αυτός που στέκεται δίπλα από τον σημαιοφόρο).