Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ποσκόλιον (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. η απασχόληση. 2. η σπατάλη χρόνου. 3. η ασχολία με μη σημαντικά θέματα.

Συνώνυμα:

Προσκόλιον (το)