Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ποσπαμός (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. το σώσιμο. 2. η αθώωση. 3. η απεμπλοκή. 4. η λήξη.

Συνώνυμα:

Ποσπασ̌ιά (η)