Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ποσ̌σ̌έπαστος, -η, -ον »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. ξησ̌σ̌έπαστος (ο ξεσκέπαστος, ο ασκέπαστος).