Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πόσ̌σ̌ιος (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. νοσ̌σ̌ιός (η σκιά).

Συνώνυμα:

Οσ̌σ̌ιός, Σ̌σ̌ιος (ο)