Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σεφτές (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. σεβτάχιν (η πρώτη αγοραπωλησία της ημέρας).

Συνώνυμα:

Σεφτάχιν (το)