Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σησαμίζω »

Ρήμα

Σημασία:

μτφ. α) λαγοκοιμάμαι. β) είμαι σε κατάσταση μέθης.

Συνώνυμα:

Σησαμώννω