Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σιγκλεθκιάζουμαι »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. σεκλεττίζουμαι (1. λυπάμαι. 2. ταλαιπωρούμαι από ανεκπλήρωτο έρωτα).

Συνώνυμα:

Σικλεθκιάζουμαι