Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τάραχτος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. σκάλεθρον (1. το σκάλαθρο, εργαλείο με το οποίο σκαλίζουμε τα αναμμένα κάρβουνα. 2. το κοντάρι για καθάρισμα του φούρνου).

Συνώνυμα:

Σκάλεφρον (το), Τάραχος (ο)