Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τάτσα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. ο λεκές. 2. μτφ. το στίγμα, ο ρύπος, ό,τι αμαυρώνει την τιμή ή την υπόληψη.

Συνώνυμα:

Τάτσωμαν (το)