Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τάτσωμαν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. το λέκιασμα. 2. το αμαύρωμα. 3. βλ. τάτσα (1. ο λεκές. 2. μτφ. το στίγμα, ο ρύπος, ό,τι αμαυρώνει την τιμή ή την υπόληψη).