Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πασαείς (ο) »

Αντωνυμία

Σημασία:

ο πασαένας, ο οποιοσδήποτε τυχαίος, ο καθένας.

Συνώνυμα:

Πασάνας (ο)