Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πασάρω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. πασαρίσκω (1. δίνω κάτι κρυφά. 2. δίνω κάτι ανεπιθύμητο. 3. μετακινώ την μπάλα έτσι ώστε να βρεθεί σε άλλο σημείο και ιδίως σε άλλο πρόσωπο, σε συμπαίκτη μου. 4. φωνάζω από θυμό. 5. επισημαίνω).