Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πασ̌οπετσ̌ιάζω »

Ρήμα

Σημασία:

1. αποκτώ χοντρό ή σκληρό δέρμα ή φλοιό. 2. γίνομαι σκληρός σαν πετσί. 3. μτφ. α) χάνω την ευαισθησία μου. β) γίνομαι αναίσθητος.