Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πασπατεύκω »

Ρήμα

Σημασία:

1. ψαχουλεύω. 2. ψάχνω επίμονα για να βρω κάτι. 3. μτφ. κάνω κάτι πολύ αργά, με καθυστέρηση.

Συνώνυμα:

Πασπατώ