Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σιμιδκιά (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. είδος σούπας με πλιγούρι ή/και φιδέ. 2. είδος θάμνου. 3. μτφ. α) ο ξυλοδαρμός.

Συνώνυμα:

Σιμιθκιά (η)