Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σινιάρω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. σενιάρω (1. σκοπεύω, στοχεύω. 2. ευπρεπίζομαι. 3. μτφ. ανακαλύπτω ακριβώς τη θέση προσώπου ή πράγματος).

Συνώνυμα:

Σινιαρίσκω