Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σιουρκάζω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. σιουρκάζουμαι (1. βεβαιώνομαι. 2. ηρεμώ).

Συνώνυμα:

Σιουρκώ